Του Γιάννη Ν. Κουμέντου
Στην περίοδο του Δωδεκαήμερου (Χριστούγεννα – Πρωτοχρονιά –Φώτα), στην πραγματικότητα 13 νυχτών, συναντάμε έθιμα ειδωλολατρικά και χριστιανικά, που συνυπάρχουν στο μεταβατικό διάστημα από το βαθύ χειμώνα στην αισιόδοξη φυσική και μεταφυσική άνοιξη.
Στη διάστημα αυτών των ημερών, σύμφωνα με τις δοξασίες διάφορων λαών, υπάρχει μια κυριαρχία των κακών πνευμάτων στη γη, που αναγκάζει τους ανθρώπους να περιορίζονται στην προστατευτική εστία και την οικογενειακή ενότητα.
Οι καλλικάτζαροι (1) σ’ εμάς, οι μάγισσες, οι λυκάνθρωποι, οι δράκοντες σε ξένους λαούς, κυριαρχούν τη νύχτα στην ύπαιθρο, ζηλεύουν την οικογενειακή ζωή των ανθρώπων και προσπαθούν να μολύνουν την τροφή και την ενδυμασία τους.
Στα Ρωμαϊκά χρόνια οι δοξασίες αυτές ήταν ισχυρές την περίοδο αυτή που γιόρταζαν τις χειμερινές τροπές του Ηλιου (Σατουρνάλια, καλένδες, βοτάκα) γιατί θεωρούσαν ότι οι δυνάμεις του σκότους (χειμώνας) παλεύουν να μην υποταχθούν στη δύναμη του αήττητου Ηλίου. Η Χριστιανική Εκκλησία τοποθέτησε μέσα σ’ αυτές τις δώδεκα μεταβατικές μέρες τις τρεις δικές της γιορτές (Χριστούγεννα – Πρωτοχρονιά /Άγιο Βασίλειο– Φώτα) προσαρμόζοντας το περιεχόμενό τους όχι μόνο την απαλλαγή από τα «δαιμονικά» αλλά με τη γέννηση του Χριστού και τον αγιασμό των νερών.
Κατά τους πρώτους Χριστιανικούς αιώνες, Χριστούγεννα και Φώτα γιορτάζονταν μαζί (6 Ιανουαρίου) σαν πρώτη μεσσιανική παρουσία του Χριστού και σαν Πρωτοχρονιά. Οι ειδωλολάτρες γιόρταζαν στις 25 Δεκεμβρίου τα γενέθλια του θεού Ηλίου (και του Μίθρα) και την 1η Ιανουαρίου το Ρωμαϊκό διπρόσωπο θεό Ιανό (εξ ού και το όνομα του μήνα Ιανουάριος). Κατά τον 4ο μ.Χ. αιώνα οι Χριστιανοί της Δύσης μετέφεραν τη Γέννηση στις 25 Δεκεμβρίου και τη Βάπτιση στις 6 Ιανουαρίου. Οι Δυτικοί τη Γέννηση τη γιορτάζουν με νυχτερινή, μεγαλοπρεπή ακολουθία και οι Ορθόδοξοι το χάραμα της ημέρας των Χριστουγέννων με κατανυχτικό όρθρο.
Στην ειδωλολατρική 1η Ιανουαρίου, οι Χριστιανοί έδωσαν το περιεχόμενο της περιτομής και της γιορτής του Αγίου Βασιλείου.
Τα εορταστικά έθιμα των ημερών του Δωδεκαημέρου είναι «Διαβατήρια έθιμα» (2) γιατί μας συντροφεύουν στο πέρασμα από τη μια εποχή στην άλλη, από μια ψυχική κατάσταση στην άλλη, από μια νεότερη ηλικία σε μια μεγαλύτερη.
Τα «Διαβατήρια έθιμα» βοηθούν τους ανθρώπους να περάσουν με καλούς οιωνούς σε μια νέα κατάσταση, σε μια νέα περίοδο. Η εκκλησία ευλογεί αυτές τις ψυχολογικές ανησυχίες των ανθρώπων με τελετές (αγιασμοί, γάμοι, βαπτίσεις κ.λπ.)
Το έθιμο της βασιλόπιτας είναι ένα Διαβατήριο τελετουργικό, ενώ τα κάλαντα μια «Διαβατήρια επωδή» για το νέο χρόνο.
Η φύση ήταν πάντα το τελετουργικό περίβλημα της ζωής μας. Απ’ αυτή ξεκίνησαν οι πολιτισμοί, οι θρησκείες, τα έθιμα. Τα αστικά μικροέθιμα είναι οι πολιτιστικές εξελίξεις των αγροτικών. Ο δεισιδαιμονικός σκελετός τους παραμένει ο ίδιος, υποστηρίζει ο λαογράφος Δημήτρης Σ. Λουκάτος.
Στη σύγχρονη εποχή της παγκοσμιοποίησης, ξένα έθιμα, ισχυρά προς την καταναλωτική τους επιρροή έχουν εισβάλει και έχουν ενταχθεί στις παραδοσιακές ελληνικής εορταστικές λειτουργίες και συνήθειες.
Παρ’ ότι έχει αλλάξει ο τοπογραφικός χάρτης δηλαδή έχει ερημώσει η ύπαιθρος χώρα, έχουν αναπτυχθεί τα μεγάλα αστικά κέντρα και έχει αστικοποιηθεί ο τρόπος ζωής, ο κεντρικός πυρήνας των εορταστικών λειτουργιών παραμένει λαϊκός και μαγικοθρησκευτικός.
Σήμερα, μπορεί οι μορφές έκφρασης να έχουν εμπορευματοποιηθεί (εορτοδάνεια, εκδηλώσεις σε πλατείες, σε νυχτερινά κέντρα, τυπικές κάρτες ευχών και sms) και απογυμνωθεί από το συναίσθημα και τις εθιμικές συνεκτικές προεκτάσεις τους, όμως παραμένει ως βασικό στοιχείο των Χριστουγεννιάτικων εθίμων ο εξορκισμός του κακού και η ευλογία του περάσματος από το παλιό στο νέο.
Η ελπίδα της αναβλάστησης της γης, η καλή σοδειά (κατάλοιπο της αγροτικής ζωής), η καλή τύχη οικογενειακή και προσωπική, η υγεία, η μακροημέρευση, εξακολουθούν μαζί με άλλες νέες μορφές επιθυμιών (καταναλωτικού τύπου) να αποτελούν τη βάση του εορτασμού.
Τρία ήταν τα βασικά στοιχεία της ελληνικής παράδοσης των Χριστουγέννων έως τα Θεοφάνια: η εστία, τα γεύματα, η φιλοξενία.
Η Εστία , με την ευρύτερη έννοια η οικογενειακή συνοχή, έπρεπε να τονιστεί. Κατά το παρελθόν η συντήρηση της φωτιάς στην εστία (τζάκι) με το φως της, απέδιωχνε τα ενοχλητικά πνεύματα. Γύρω από την εστία μαζεύονταν τα μέλη της οικογένειας, έκαναν τις σπιτικές τελετές τους (όπως την κουλούρα της γωνιάς) και κουβέντιαζαν τρώγοντας.
Εστιακά είναι τα έθιμα του στολίσματος του σπιτιού με πρασινάδα, μυρτιές, σκίνο, δάφνη, κουμαριά και του ραντίσματος του σπιτιού με τον αγιασμό την ημέρα των Θεοφανίων.
Σήμερα, η φυσική πρασινάδα έχει αντικατασταθεί από το βορειοευρωπαϊκό έθιμο του Δένδρου και τις τεχνητές γιρλάντες, ενώ η συμμετοχή στην εκκλησιαστική εορτή των Θεοφανίων από την κρατικο-κοσμική τηλεοπτική παρακολούθηση της τελετής.
Η ανάγκη για επαρκές φαγητό και καλού, ζεστού άρα και χρήσιμου ντυσίματος, προηγήθηκε της επόμενης ανάγκης για δώρο (παιχνίδι, κόσμημα κ.λπ.). Η ανάπτυξη της εμπορευματοποιημένης κοινωνίας καθιέρωσε ως πρωταρχικό στοιχείο το δώρο και ύστερα τα φαγητά και τα ντυσίματα, τα οποία είχαν σε προτεραιότητα οι παλιότερες (αγροτικές) κοινωνίες.
Στο μεσημεριάτικο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι οι παλαιότεροι προσπαθούσαν να συγκεντρώσουν ότι πιο πλουσιοπάροχο φαγητό είχαν. Αρχίζοντας από το αρχαϊκό «χριστόψωμο» με τα καρύδια, περνώντας στο χοιρινό (του οποίου το σφάξιμο ήταν μιά άλλη τελετή) ή τη βραστή όρνιθα ή πετεινό (3) και φθάνοντας στα γλυκίσματα που συμβόλιζαν τα γλυκά αποτελέσματα των ευχών.
Η φιλοξενία συγγενών, φίλων αλλά και ξένων (καλαντιστών) με τη διαβαθμισμένη προσφορά φαγητού και γλυκισμάτων, αποσκοπεί στην καλοσύνεψη των πνευμάτων και στην ισχυροποίηση της επιθυμίας για ένα καλύτερο μέλλον.
Οι συμβολισμοί στην εορταστική τελετουργία
Τα κάλαντα, η Μαντική (χαρτοπαίγνια – τύχη) και το Παιδί (εγεννήθη παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός) αποτελούν τα κεντρικά στοιχεία της εορταστικής τελετουργίας.
Τα κάλαντα εμπεριέχουν την τριπλή μαγική σύνθεση της Μεγάλης Ευχής:
• Την αφήγηση (Χριστός γεννάται σήμερον … Αγιος Βασίλης έρχεται …. Σήμερον τα Φώτα και ο Φωτισμός…)
• Τον έπαινο (καλήν εσπέραν άρχοντες, ας είναι ορισμός σας … Εσένα πρέπει αφέντη μου, καράβι ν’ αρματώσεις…Κυρά μου σα θα στολιστείς να πας στην εκκλησιά σου, χρυσά λουλούδια πέφτουνε απ’ την περπατησιά σου…)
• Το μουσικό μέλος, που τα ολοκληρώνει τελετουργικά.
Τα παιχνίδια της τύχης, της μαντικής, με κεντρικό το παιγνιδόχαρτο (4) (τράπουλα, από την Ιταλική λέξη trappola που σημαίνει παγίδα, δόλος) μέχρι τις οργανωμένες επιχειρήσεις τυχερών παιχνιδιών, έχουν την κοινωνική ανοχή τις εορταστικές μέρες γιατί από το παρελθόν συνδέθηκαν με την προσδοκία της καλής τύχης, της ευδαιμονίας, του πλουτισμού, του καλύτερου μέλλοντος. Η εκκλησία έχει καταδικάσει τα τυχερά παιχνίδια και τα παιχνιδόχαρτα, τα οποία έχουν συνδυαστεί με τις «χαρτορίχτρες», τις χαρτομάντισσες, την αστρολογία.
Το παιδί είναι θρησκευτικά και λαϊκά το κεντρικό πρόσωπο των Χριστουγεννιάτικων εορτών. Στην υμνογραφία, την αγιογραφία, το νεογέννητο θείο βρέφος έχει πρόσκαιρα τη μορφή του νηπίου, ως προέκταση της μυστηριακής ενσάρκωσης του προαιώνιου Θεού με σφαγή των νηπίων από τον Ηρώδη, δίνει το δικαίωμα στα μικρά παιδιά να πλαισιώσουν τη γιορτή των Χριστουγέννων.
Ταυτόχρονα το νέο –το παιδί- έρχεται ως καλό μήνυμα ν’ αντικαταστήσει το παλιό, το φθαρμένο, το χτες. Να φέρει ελπίδα.
Η λαϊκή αντίληψη σε κάλαντα και τραγούδια περιγράφει τη γέννηση και τη βάπτιση.
«Σπάργανα βαστάει (η Παναγία), κερί κρατεί και τον Αϊ Γιάννη παρακαλεί…»
«Χριστός γεννήθη, σα νιό φεγγάρι, σαν παλληκάρι…»
«Γεννιέται κι αναθρέφεται με μέλι και με γάλα…»
Την παραμονή των Θεοφανίων στην εκκλησία ψάλλεται η ακολουθία των Μεγάλων Ωρών. Μετά τη λειτουργία ο παπάς με το αγιασμένο νερό θα βγεί στα σπίτια, τα μαγαζιά της ενορίας, στους αγρούς για ν’ αγιάσει. Ο εκκλησιαστικός βοηθός κρατά χάλκινο δοχείο με αγιασμό. Ο παπάς φορώντας τετραχήλι ραντίζει ψάλλοντας το «εν Ιορδάνη …» . Ολοι προσφέρουν τον κερμάτινο οβολό τους, τον οποίο ρίχνουν μέσα στο κουβαδάκι του αγιασμού.
Αυτό έχει τη σημασία του αγιασμού του ίδιου του χρήματος και του πολλαπλασιασμού του για κοινωφελείς σκοπούς. Την ημέρα αυτή οι καλαντιστές λέγουν τα «Φώτα».
«Ηρθανε τα φώτα και οι φωτισμοί και χαρά μεγάλη οι αγιασμοί…»
Από την ημέρα αυτή ησυχάζει ο κόσμος από τους φόβους των ξωτικών και των κακών πνευμάτων του Δωδεκαημέρου. Τα διώχνει «ο παπάς με την αγιαστούρα του». «Αγιάσαν τα νερά, παν τα παγανά». Ο Ελληνικός κόσμος, ο πολυταξιδεμένος μέσα από τις θαλάσσιες επικοινωνίες του, αναζητά τα ήρεμα νερά της επιστροφής (των ναυτικών).
Σε μερικές περιοχές καίνε το ομοίωμα του κακού πνεύματος.
Την επομένη γίνεται ο αγιασμός των υδάτων. Κλήρος και εκκλησίασμα βγαίνουν με πομπή στην ύπαιθρο, στην πλησιέστερη θάλασσα, λίμνη, ποτάμι, πηγή, πηγάδι και «ρίχνουν το σταυρό», διαβάζοντας το Ευαγγέλιο και ψάλλοντας το «εν Ιορδάνη». Στις μεγάλες υγρές επιφάνειες νεαροί κολυμβητές ρίχνονται στο νερό για «να πιάσουν το σταυρό». Είναι ένα από τα γραφικότερα Ελληνικά λατρευτικά έθιμα που συμβολίζουν την ανοιξιάτικη υπόσχεση και την εξοικείωση με τη Φύση.
Οι παγκόσμιες δοξασίες για το νερό είναι γεμάτες απ’ αγάπη και σεβασμό. Από το «Αθάνατο νερό» των μυθολογιών έως τον Αϊ Γιώργη και το θεριό.
Οι Νύμφες και οι Νεράιδες, οι φύλακες Στοιχεία, η καθαρτική και θεραπευτική λατρεία των νερών με τις αρχαίες ιερές κρήνες και τα χριστιανικά αγιάσματα κατάδείχνουν τη διαχρονική λατρεία του ανθρώπου με το νερό.
Ολες οι εκδηλώσεις του Χριστουγεννιάτικου Δωδεκαήμερου είναι συνδεδεμένες με τη φύση, τις προσδοκίες και την καλόβολη ευλογία. Είναι συμβολικές και διαχρονικές, αρχαιοελληνικές – διαβατήριες εκδηλώσεις, επενδυμένες και ενσωματωμένες με το Χριστιανικό τελετουργικό, την Ελληνορθόδοξη λαϊκή παράδοση και την προσωπική πίστη.
Γιάννης Ν. Κουμέντος
(1) Για την προέλευση των καλλικατζάρων στην Ελλάδα δύο είναι οι επικρατέστερες θεωρίες:
(α) ότι οι καλλικάτζαροι έμειναν στη μνήμη από τους μασκαρεμένους των Βυζαντινών χρόνων, που ήταν ελεύθεροι να ενοχλούν τους πολίτες (Φ. Κουκουλέ και Γ. Πολίτη)
(β) ότι οι καλλικάτζαροι συμβολίζουν τους νεκρικούς δαίμονες, τους αρχαίους Κήρες ή Νεκυδαίμονες που την περίοδο αυτή του χειμώνα και των τροπών του ήλιου ανεβαίνουν στη γη. (Κ.Α. Ρωμαίου)
(2) Ο όρος «διαβατήρια έθιμα» πρωτοχρησιμοποιήθηκε στην Ελληνική λαογραφία από τον Αδαμάντιο Αδαμαντίου, παίρνοντας τον από την αρχαία Ελληνική γραμματεία (Θουκυδίδη, Ξενοφώντα) και τον καθιέρωσε ο Στίλπων Κυριακίδης.
(3) Η γαλοπούλα ήρθε στην Ελλάδα από τους Δυτικοευρωπαίους οι οποίοι την έφεραν στην Ευρώπη από το Μεξικό (1524). Ο γάλος ή κούρκος ή (ιν)διάνος εμφανίστηκε σε γιορτές και συμπόσια στην Βενετοκρατούμενη Κρήτη (Μαν. Παπαδάκης- Κρητολογία) και την Κύπρο το 16ο αιώνα. Τα γεμίσματα της γαλοπούλας, που ήταν ρωμαϊκή γαστριμαργία, εξαπλώθηκαν στις αστικές δυτικότροπες ελληνικές περιοχές (Αθήνα, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Επτάνησα) τον 19ο αιώνα.
(4) Τα παιχνιδόχαρτα τα γνώρισε η Ευρώπη από τους ανατολικούς λαούς. Τα χρησιμοποιούσαν οι Βραχμάνες των Ινδιών, οι Κινέζοι, οι Αιγύπτιοι. Είχαν αλληγορικές παραστάσεις, θρησκευτικές, μεταφυσικές και κοσμικές από την αυλική ζωή. Σταυροφόροι και Άραβες τα έφεραν στην Ευρώπη και οι Ιταλοί τα συστηματοποίησαν (τα περίφημα tarrochi και tarroco di Venezia). Οι αυλές της αριστοκρατία στη Γαλλία και Γερμανία τα υιοθέτησαν μετατρέποντας τα σε κερδοψυχαγωγικό και ερωτότροπο παιχνίδι.